- ἀσάμινθος
- ἀσάμινθοςbathing-tubfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ασάμινθος — ἀσάμινθος, η (Α) 1. η λεκάνη για το λούσιμο του σώματος, ο λουτήρας 2. ως επίθ. «ἐξ ἀσαμίνθου κύλικος» από κύλικα μεγάλη σαν μπανιέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται ίσως για δάνειο αιγαιακής προελεύσεως, το οποίο εισήχθη στην Ελληνική μαζί… … Dictionary of Greek
ἀσαμίνθοις — ἀσάμινθος bathing tub fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσαμίνθου — ἀσάμινθος bathing tub fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσαμίνθους — ἀσάμινθος bathing tub fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσαμίνθων — ἀσάμινθος bathing tub fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσαμίνθῳ — ἀσάμινθος bathing tub fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσάμινθοι — ἀσάμινθος bathing tub fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσάμινθον — ἀσάμινθος bathing tub fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άψινθος — η (Α ἄψινθος) φυτό ποώδες, αρωματικό με πικρή γεύση, χρήσιμο στη φαρμακευτική και κυρίως στην ποτοποιία για την παρασκευή του ποτού αψέντι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. προελληνικός όρος. Σ΄ αυτή την υπόθεση οδηγεί κυρίως το στοιχείο νθ , το οποίο χαρακτηρίζει… … Dictionary of Greek
βαλανείον — βαλανεῑον, το (AM) και βαλάνειον και νιόν, το (Μ) λουτρό. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα βαλανεύς, βαλανείον είναι λέξεις της αττικής κυρίως διαλέκτου που δεν απαντούν στον Όμηρο και δεν εμφανίζονται πριν από τον Αριστοφάνη και τον Πλάτωνα. Υποστηρίχθηκε ότι… … Dictionary of Greek